- ξενοικιάζω
- ξενοικιάζω, ξενοίκιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξενοικιάζω — 1. αφήνω το σπίτι ή κάτι άλλο που είχα με ενοίκιο 2. (για ιδιοκτήτη) διακόπτω τη μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + νοικιάζω] … Dictionary of Greek
ξενοικιάζω — ξενοίκιασα, ξενοικιάστηκα, ξενοικιασμένος, για τον εκμισθωτή και το μισθωτή, λύνω τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, απαλλάσσω το μίσθιο (ακίνητο) από τη σύμβαση μίσθωσης, αδειάζω: Ξενοίκιασα το διαμέρισμα για το καλοκαίρι (το εγκατέλειψα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξενοίκιασμα — το [ξενοίκιάζω] λύση τής συμφωνίας ή τού συμβολαίου με το οποίο είχε νοικιαστεί κάτι, διακοπή μίσθωσης … Dictionary of Greek
ξενοίκιαστος — η, ο [ξενοικιάζω] αμίσθωτος, ελεύθερος … Dictionary of Greek